- χέρνα
- και χέρνη, ἡ, Απενία, φτώχεια.[ΕΤΥΜΟΛ. Τ. επινοημένος από τους γραμματικούς για να διευκολυνθεί η ετυμολόγηση τής λ. χερνής*].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χέρνα — χέρνᾱ , χέρνα poverty fem nom/voc/acc dual χέρνᾱ , χέρνα poverty fem nom/voc sg (doric aeolic) χέρνᾱ , χέρνη poverty fem nom/voc/acc dual χέρνᾱ , χέρνη poverty fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χέρνη — ἡ, Α βλ. χέρνα … Dictionary of Greek
χερνής — ῆτος, και χέρνης, ητος, και δωρ. τ. χερνάς, ᾱτος, ό, και τ. θηλ. χερνῆτις, ήτιδος, και χερνῆσσα, ήσσης, Α 1. αυτός που ζει από την εργασία τών χεριών του, χειρώνακτας, φτωχός (α. «γυνὴ χερνῆτις ἀληθής», Ομ. Ιλ. β. «οἱ χερνῆτες οὗτοι δ εἰσίν,… … Dictionary of Greek